θεοκόλος

θεοκόλος
θεοκόλος
Grammatical information: m.
Meaning: `servant of god, priest' (Dyme II B.C.); also θεηκόλος (Schwyzer 438)
Derivatives: Denomin. θεοκολέω (θεη-), -ία, -εών (hell.).
Origin: IE [Indo-European] [639] *kʷel- `turn, move around'
Etymology: After βουκόλος innovated; beside it rarely θεο-πόλος, -έω (Pl. Lg. 909d, Phot., Suid.; cf. αἰ-πόλος). Solmsen Unt. 24 n. 1; on the meaning E. Kretschmer Glotta 18, 82f.
Page in Frisk: 1,662

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεοκόλος — και θεηκόλος, ό (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος) …   Dictionary of Greek

  • θεοκόλος — servant of a god masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοκολία — θεοκολία, ἡ (Α) [θεοκόλος] το αξίωμα ή το έργο τού θεοκόλου* …   Dictionary of Greek

  • θεοκολεύω — (Α) [θεοκόλος] θεοκολώ* …   Dictionary of Greek

  • θεοκολώ — θεοκολῶ, έω και θεοκολεύω (Α) [θεοκόλος] υπηρετώ τον θεό ως ιερέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”